- ερεθισμός
- ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω]1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση2. προτροπή, παρακίνηση3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωσηνεοελλ.(ψυχολ.) κάθε εξωτερικό αίτιο το οποίο επενεργεί στα αισθητήρια όργανα και προκαλεί κάποιο αίσθημα στην ψυχή, όπως π.χ. οι παλμικές κινήσεις τού αιθέρα που ερεθίζουν τον οφθαλμό και προκαλούν το αίσθημα τού φωτός2. ιατρ. νοσηρή αύξηση τής ζωτικότητας ενός οργάνουαρχ.1. ενόχληση, πρόκληση2. ατίθαση, στασιαστική διάθεση, ανταρσία («ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν σου τὸν σκληρόν», ΠΔ)3. ἐρεθισμοίδιεγερτικά φάρμακα τών διαφόρων λειτουργιών τού σώματος («ἐρεθισμοὶ πρὸς ἀφροδίσια», Πορφ.)4. η διεστραμμένη φύση, η φαυλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.